ἀλεξίμβροτος

ἀλεξίμβροτος
ἀλεξί-μβροτος, ον,
A protecting mortals,

λόγχη Pi.N.8.30

; ἀ. πομπαι sacred processions which shield men from ill, Id.P.5.91.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλεξίμβροτος — ἀλεξίμβροτος, ον (Α) 1. αυτός που προστατεύει από το κακό τους θνητούς, τους ανθρώπους 2. φρ. «ἀλεξίμβροτοι πομπαί», ιερές λιτανείες για την προφύλαξη τών ανθρώπων από το κακό και τη δυστυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι * (< ἀλέξω) + βροτός] …   Dictionary of Greek

  • ἀλεξιμβρότοις — ἀλεξίμβροτος protecting mortals masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξιμβρότου — ἀλεξίμβροτος protecting mortals masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξιμβρότους — ἀλεξίμβροτος protecting mortals masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξιμβρότῳ — ἀλεξίμβροτος protecting mortals masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεξι- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με το ρ. ἀλέξω «προστατεύω, αποκρούω, υπερασπίζω», ανήκει δε στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων με ρηματικό α συνθετικό σε (σ)ι… …   Dictionary of Greek

  • βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”